ἀναφωνητικός

Spanish (DGE)

-όν
1 exclamativo, interjectivo προοικονομία τίς ἐστιν ἀναφωνητική Eust.1964.47.
2 adv. ἀναφωνητικῶς = como una exclamación Eust.1044.52.

German (Pape)

[Seite 214] ausrufend, Sp.