ἀναχάλκευσις

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχάλκευσις: ἡ, τὸ ἀναχαλκεύειν, Φωτ. Βιβλ. 514.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
fig. resurrección τὴν τῶν νεκρῶν ἀ. Nil.M.79.1496B, cf. Cosm.Ind.Top.3.60.