ἀναχελύσσομαι

English (LSJ)

cough up, Hp. ap. Sch.Nic.Al.81; expl. as = ἀναπνεῖ, Erot.

Spanish (DGE)

expectorar Hp. en Sch.Nic.Al.81, cf. Erot.22.5.

German (Pape)

[Seite 215] aufhusten, auswerfen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχελύσσομαι: ἀποθ. «ξεροβήχω», Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλ. 81, καὶ πιθ. γραφ. ἐν Γαλην., καὶ Ἐρωτιαν. Λεξ. Ἱππ., ἔνθα ἴδε τὰς λέξ. ἀναχελεύεται, ἀναχελύνεται (σ. 80 καὶ 432).