ἀναψυκτήριον

Greek (Liddell-Scott)

ἀναψυκτήριον: τό, τὸ παρέχον ἀναψυχήν, Βίος Ἀγ. Συγκλ. σ. 98.

Spanish (DGE)

-ου, τό
lugar de refrigerio λοιπὸν τὸ ἀναψυκτήριον ἑτοίμασται Ath.Al.M.28.1548C.