ἀνδραδέλφη
German (Pape)
[Seite 216] u. -φος, Mannes Schwester u. Bruder, VLL.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
hermana del marido, cuñada, MAMA 1.324.6 (Axilo), Eust.392.2.
Greek Monolingual
η (Μ ἀνδραδέλφη)
η αδελφή του συζύγου.
[Seite 216] u. -φος, Mannes Schwester u. Bruder, VLL.
-ης, ἡ
hermana del marido, cuñada, MAMA 1.324.6 (Axilo), Eust.392.2.
η (Μ ἀνδραδέλφη)
η αδελφή του συζύγου.