ἀνδραπόδεσσι

English (LSJ)

v. ἀνδράποδον.

French (Bailly abrégé)

dat. pl. épq. de ἀνδράποδον.

Greek Monotonic

ἀνδραπόδεσσι: Επικ. δοτ. πληθ. του ἀνδράποδον.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδραπόδεσσι: эп. dat. pl. к ἀνδράποδον.