ἀνδραπόδιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ἀνδράποδον, Hyp.Fr.227, Diph.80, POxy.1102.15 (ii A.D.).

Spanish (DGE)

-ου, τό
esclavillo, esclavo Hyp.Fr.227, Men.Asp.55, Diph.80.2, POxy.1102.15 (II d.C.).

German (Pape)

[Seite 216] τό, dim. von ἀνδράποδον, Hyperid. Poll. 3, 77.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδραπόδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀνδράποδον, ἀνδραπόδι’ ἤδη ταῦθ’ ὁρᾷς; Δίφιλ. ἐν «Τιθραύστῃ».