ἀνδρείωμα
English (LSJ)
-ατος, τό, manly effort, Metrod.Herc.831.12.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
acto de valor τὸ μεσ[ο] λαβεῖν τὸ [συ] νεχὲς τῶν κατὰ φιλοσοφία[ν λ] όγων ἀν[δ] ρείωμα Metrod.Herc.831.12.
-ατος, τό, manly effort, Metrod.Herc.831.12.
-ματος, τό
acto de valor τὸ μεσ[ο] λαβεῖν τὸ [συ] νεχὲς τῶν κατὰ φιλοσοφία[ν λ] όγων ἀν[δ] ρείωμα Metrod.Herc.831.12.