ἀνδρειόθυμος

English (LSJ)

gloss on ψυχικός, Suid.

Spanish (DGE)

-ον quizá valeroso glos. a ψυχικός Sud.

German (Pape)

[Seite 217] von männlichem Muthe, Suid. v. ψυχικός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρειόθυμος: ὁ ἔχων ἀνδρικὸν θυμόν, Σουΐδ. ἐν λ. ψυχικός.