ἀνδροπρόσωπος

English (LSJ)

ἀνδροπρόσωπον, = ἀνδρόπρῳρος (with man's face), Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
que tiene cara de hombre Hsch.s.u. ἀνδρόπρωρον, cf. tb. Hsch.s.u. ἀντίπρωρα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροπρόσωπος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ. ἐν λέχει ἀνδρόπρῳρος.