ἀνδρόπρωρος

German (Pape)

[Seite 219] (VLL. erkl. ἀνδροπρόσωπος), mit Männerantlitz. Empedocl. 215.

Greek Monolingual

ἀνδρόπρωρος, -ον (Α)
ανδροπρόσωπος, με μορφή άνδρα.