ἀνείς

French (Bailly abrégé)

εῖσα, έν;
part. ao.2 de ἀνίημι.

Greek Monotonic

ἀνείς: μτχ. αορ. βʹ του ἀν-ίημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνείς: part. aor. 2 к ἀνίημι.