ἀνεγερτικός

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεγερτικός: -ή, -όν, ὁ ἀφυπνίζων, ἐξεγείρων, Ἐπιφάν.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
fig. que levanta de la palabra, Epiph.Const.Haer.69.69.