ἀνεγκέφαλος

English (LSJ)

ἀνεγκέφαλον, without brain, Gal.5.314.

Spanish (DGE)

-ον
sin cerebro Gal.5.314
fig. insensato Gal.5.316, PLond.1075.19 (VII d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεγκέφαλος: -ον, ὁ ἐγκέφαλον μὴ ἔχων, Γαλην. τόμ. 5, σ. 119.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεγκέφαλος, -ον)
αυτός που παρουσιάζει ανεγκεφαλία, που δεν έχει εγκέφαλο
νεοελλ.
μτφ. άμυαλος, βλάκας.