ἀνεντρέπτως
English (LSJ)
without doubt, An.Ox.2.341.
Spanish (DGE)
adv. sin duda, An.Ox.2.341.
Greek Monolingual
ἀνεντρέπτως επίρρ. (Α)
χωρίς ενδοιασμούς.
without doubt, An.Ox.2.341.
adv. sin duda, An.Ox.2.341.
ἀνεντρέπτως επίρρ. (Α)
χωρίς ενδοιασμούς.