ἀνεξέλευστος

English (LSJ)

ἀνεξέλευστον, = ἀνεξίτητος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον inevitable Hsch.s.u. ἀνεξίτητον.

German (Pape)

[Seite 223] Erklrg von ἀνεξίτητος, B. A. 397.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξέλευστος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ἔξοδον, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀνεξίτητος.