ἀνεπιβασία
English (LSJ)
ἡ, (ἀ- priv.) prohibition of traffic or intercourse, IG4.752.6 (Troezen), Heraclit.Ep.9.8.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 irrupción, ataque, IG 4.752.6 (Trezén).
2 prohibición de tener trato παισι παίδων Heraclit.Ep.9.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιβασία: ἡ, τὸ ἀνεπίβατον, τὸ ἀπρόσιτον, Ἡρακλ. Ἐπιστ. ἐν σημ. Βοασσ. εἰς Εὐνάπ. σ. 430.