ἀνεπικάλυπτος

German (Pape)

[Seite 224] unverhüllt, offen, Sp.; s. ἀνεπικώλυτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπικάλυπτος: -ον, ὁ μὴ ἐπικεκαλυμμένος, Τζέτζ.: - Ἐπίρρ. -τως, Διόδ. 2. 21.

Spanish (DGE)

-ον
1 abierto στόμα φρέατος ... ἀνεπικάλυπτον Tz.Comm.Ar.1.64.21.
2 adv. -ως abiertamente, sin tapujos τὸ μὴ κωμῳδεῖν ἀ. τοὺς ἄρχοντας Tz.Comm.Ar.2.386.9.