ἀνεπικηρύκευτος

English (LSJ)

[ρῡ], ον, = ἀκήρυκτος, Hsch.; πολέμιοι Procop.Aed.4.1.

Spanish (DGE)

-ον
no declarado por heraldo πολέμιοι ἀνεπιχηρύχευτοί τε καὶ ἀνεπίμικτοι enemigos entre los que no se admiten heraldos ni hay tratos, e.d. implacables Procop.Aed.4.1.6.

German (Pape)

[Seite 224] VLL., = ἀκήρυκτος, ohne gütliche Unterhandlungen durch Herolde.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπικηρύκευτος: -ον, = ἀκήρυκτος, Ἡσύχ., Προκόπ. π. Κτισμ. σ. 66Β.