ἀνεπιμέλητος

English (LSJ)

ἀνεπιμέλητον, uncared for, Sch.A.R.1.1175, Gp.12.29.1.

Spanish (DGE)

-ον
1 no cuidado ἡ πρασιά Gp.12.29.1, cf. Sch.A.R.1.1175.
2 que no presta atención a de pers. πρὸς τὴν τούτων θεωρίαν Procop.Gaz.M.87.1469D, cf. 1493C.

German (Pape)

[Seite 224] unbesorgt, unbeachtet, Schol. Ap. Rh. 1, 1175.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιμέλητος: -ον, περὶ οὗ οὐδεὶς φροντίζει, ἀπεριποίητος, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1175, Γεωπ. 12. 29, 1.

Greek Monolingual

ἀνεπιμέλητος, -ον (AM)ο παραμελημένος, ο αφρόντιστος.