ἀνεπιμελησία

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιμελησία: ἡ, οὐσ. τοῦ ἑπομ., Ναυκράτ. εἰς τ. θάν. Θ. Στουδ. σ. 1836, ἔκδ. Μί.