ἀνεπισκόπητος

English (LSJ)

ἀνεπισκόπητον, unregarded, Eustr.in APo.202.19.

Spanish (DGE)

-ον
no considerado de los pecadores, Olymp.M.93.260B, λόγος Eustr.in APo.202.19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπισκόπητος: -ον, παρημελημένος, περὶ οὗ οὐδεὶς φροντίζει, Ὀλυμπιόδ. εἰς Ἰὼβ 34. 9. - ἀνεξερεύνητος, μυστήρια … καὶ ἀγγέλοις ἀνεπισκόπητα Εὐστ. Πονημάτ. 255. 95. ΙΙ. ὁ ἀνεξάρτητος ἀπὸ ἐπισκόπων, Εὐστ. Πονημ. 262. - Ἐπίρρ. -τως Θεόδ. Μετοχ. 628.

Greek Monolingual

ἀνεπισκόπητος, -ον (Μ)
1. αυτός που δεν τον φροντίζουν, παραμελημένος
2. ανεξιχνίαστος, ανεξερεύνητος
3. ανεξάρτητος από την επισκοπική εξουσία.