ἀνεπισκότητος

English (LSJ)

ἀνεπισκότητον, not obscured or not overclouded, Gal.UP10.2, Ptol. Tetr.100, Heph. Astr.1.25; and so prob.Procl.Par.Ptol.144 (-ιστος codd.).

Spanish (DGE)

-ον
1 no oscurecido o tapado por interposición de otro cuerpo τὸ μέλλον ὀφθήσεσθαι Gal.3.817
ref. al sol despejado καθαρὸς μὲν γὰρ καὶ ἀ. καὶ εὐσταθής Ptol.Tetr.2.14.2.
2 no mancillado παρθενία Hyper.Mon.M.79.1480A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπισκότητος: -ον, ὁ μὴ ἐπισκοτιζόμενος, Γαλην. κτλ.

Greek Monolingual

ἀνεπισκότητος και ἀνεπισκότιστος, -ον (AM)
αυτός τον οποίο δεν επισκοτίζει, δεν αμαυρώνει ή δεν είναι δυνατόν να αμαυρώσει κάτι.