ἀνεπισκότιστος

German (Pape)

[Seite 225] nicht verdunkelt, Proclus.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπισκότιστος: -ον, = τῷ προηγ., Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 2. 14, σ. 144. Ἴσως ἔπρεπε νὰ γραφῇ ὡς τὸ προηγούμενον.