ἀνευπαράδεκτος
Greek (Liddell-Scott)
ἀνευπαράδεκτος: -ον, ὁ ἀπαράδεκτος, Κύρριλ. Ἀλεξ. Ἠσ. 58, σ. 814.
Spanish (DGE)
-ον inaceptable λιταί Cyr.Al.M.70.1281C.
ἀνευπαράδεκτος: -ον, ὁ ἀπαράδεκτος, Κύρριλ. Ἀλεξ. Ἠσ. 58, σ. 814.
-ον inaceptable λιταί Cyr.Al.M.70.1281C.