ἀνεύρημα

English (LSJ)

-ατος, τό, invention, discovery, Paus.5.9.2.

Spanish (DGE)

-ματος, τό descubrimiento Paus.5.9.2.

German (Pape)

[Seite 227] τό, Erfindung, Paus.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεύρημα: -ατος, τό, ἐφεύρεσις, ἀνακάλυψις, Παυσ. 5. 9, 2.