ἀνηλίαστος

Greek (Liddell-Scott)

ἀνηλίαστος: -ον, ὁ μὴ ἐκτεθειμένος εἰς τὸν ἥλιον, Εὐστ. Πονημ. 287. 79· κοινῶς: «ἄλιαστος».