ἀνηλειψία

English (LSJ)

ἡ, being unanointed, uncleanliness, Hp.Vict.2.57, Plb. 3.87.2.

Spanish (DGE)

v. ἀναλειψία.

German (Pape)

ἡ, das Nichtgesalbtsein, Ungewaschenheit, Unreinlichkeitv, Pol. 3.87.

Russian (Dvoretsky)

ἀνηλειψία:ненатертость (тела) маслами, т. е. немытость, грязь Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνηλειψία: ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ μὴ ἀληλιμμένου, ἀκαθαρσία, Πολύβ. 3. 87, 2.

Greek Monolingual

ἀνηλειψία, η (Α) αλείφω
απλυσιά, ακαθαρσία.