ἀνθοτρόφος

English (LSJ)

ἀνθοτρόφον, = ἀνθοβοσκός, γαῖα Aristonous 1.21.

Spanish (DGE)

-ον que produce flores γαῖα Aristonous 1.21.

German (Pape)

[Seite 233] Blumen nährend, Hesych., Erkl. von ἀνθοβοσκός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοτρόφος: -ον, = ἀνθοβοσκός, Ἡσύχ.