τό, Hsch.; in Poll. 6.106 ἀνθρίσκος, ὁ, = ἄνθρυσκον.
ἀνθρίσκιον: τό, «λάχανον ἔχον ἄνθος, ὡς ἄνηθον· ἢ τὸ ἄννησον» Ἡσύχ.
= ἄνθρυσκον, Theophr.