ἀνθρίσκος

German (Pape)

[Seite 234] ὁ, eine Kranzblume, Poll. 6, 106.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρίσκος: ὁ, «στεφάνου ἄνθος» Ἡσύχ., Πολυδ. ϛ΄, 106.