ἀνθρακίδες

English (LSJ)

αἱ, small fish for frying, Philyll. 13.3.

Spanish (DGE)

(ἀνθρᾰκίδες) -ων, αἱ pescaditos para freir Philyll.13.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρακίδες: -αἱ, λεπτοὶ ἰχθύες ὀπτοί, καὶ ἐν γένει ἰχθύες ἐπὶ ἀνθρακιᾶς ὀπτώμενοι, Φιλύλλ. ἐν «Πόλεσιν» 1· πρβλ. ἐπανθρακίδες.