ἀνθρακογραφία

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρᾰκογρᾰφία: ἡ, πρόχειρον ἰχνογράφημα δι’ ἄνθρακος, προσχεδίασμα, Γρηγορ. Θαυμ. εἰς Ὠριγ. σ. 50Α.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ dibujo al carboncillo Gr.Thaum.Pan.Or.2.