ἀνθρωπολάτρης

English (LSJ)

ἀνθρωπολάτρου, ὁ, manworshipper, Νεστόριος ὁ ἀ. Cod.Just.1.1.5.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 que rinde culto a un hombre de los paganos, Cyr.Al.M.76.813C, Ath.Al.M.26.181B, Gr.Naz.M.37.467A.
2 que rinde culto de latría a un hombre Νεστόριος ὁ ἀ. Cod.Iust.1.1.5, de los nestorianos, Leont.H.Nest.M.86.1656A.

German (Pape)

[Seite 234] ὁ, der Menschen göttlich verehrt, Sp.; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπολάτρης: ὁ, ὁ λατρεύων ἄνθρωπον ἢ ἀνθρώπους, Ἀθανάσ., κτλ.

Greek Monolingual

ο (AM ἀνθρωπολάτρης, θηλ. -ις)
αυτός που λατρεύει έναν άνθρωπο ως θεό.