ἀνθρωπολοιγός

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπολοιγός: ὁ, = ἀνθρωπολίτης, Γρηγ. Ναζ.

Spanish (DGE)

-όν nocivo, funesto para los hombres Gr.Naz.M.38.212A.