ἀνθρωπομορφία

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπομορφία: ἡ, ἡ ἀνθρώπινη μορφή, Διονυσ. Ἀρεοπ.: -μορφέω, λαμβάνω μορφὴν ἀνθρώπου, Θεόδ. Στουδ.