ἀνθρωποποιία

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποποιία: ἡ, τὸ ποιεῖν ἢ δημιουργεῖν ἄνθρωπον ἢ ἀνθρώπους, Λουκ. Προμ. 5. 17.