ἀνθρωποφανής

German (Pape)

[Seite 235] ές, als Mensch erscheinend, Menschen ähnlich, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποφᾰνής: -ές, (φαίνομαι) ὁ φαινόμενος ὡς ἄνθρωπος, Φιλοστοργ. 497Β.

Spanish (DGE)

-ές que tiene apariencia humana Philost.HE 3.11.

Greek Monolingual

ἀνθρωποφανής (-οῦς), -ές (Μ)
αυτός που έχει ανθρώπινη εμφάνιση.