ἀνθρωπόλεθρος

English (LSJ)

ἀνθρωπόλεθρον, plague of men, murderous, Suid.

Spanish (DGE)

-ον
criminal, asesino Sud., Ἄρης Sch.Gen.Il.21.421.

German (Pape)

[Seite 234] Menschen verderbend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπόλεθρος: -ον, ὄλεθρος τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἐξολοθρεύων τοὺς ἀνθρώπους, Εὐστ. Πονημάτ. 239. 51, «ὁ φονεὺς» Σουΐδ.: ― ὡσαύτος, -ολέτης, ου, ὁ, Βυζ.

Greek Monolingual

ἀνθρωπόλεθρος, -ον (Μ)
αυτός που εξολοθρεύει τους ανθρώπους.