ἀνισεπίπεδος

English (LSJ)

ἀνισεπίπεδον, having unequal plane faces, of certain solid numbers, e.g. βωμίσκος (q.v.), Iamb.in Nic.p.93P.

Spanish (DGE)

-ον
que tiene superficies planas desiguales ἀριθμοί Iambl.in Nic.p.93.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνισεπίπεδος: -ον, ὁ ἔχων ἄνισον ἐπίπεδον, Ἰαμβλ. ἐν Νικομ. Ἀριθμ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνισεπίπεδος, -ον)
αυτός που αποτελείται από επίπεδα άνισα μεταξύ τους.