ἀνισογώνιος
English (LSJ)
ἀνισογώνιον, having unequal angles, Iamb. in Nic.p.93P.
Spanish (DGE)
-ον
que tiene ángulos desiguales ἀριθμοί Iambl.in Nic.p.93.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῐσογώνιος: -ον, ὁ ἔχων ἀνίσους γωνίας, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. 131.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀνισογώνιος, -ον)
(για γεωμετρικά σχήματα) αυτός που έχει άνισες γωνίες.