ἀνοσήλευτος

English (LSJ)

ἀνοσήλευτον, untended, S.Fr.264.

Spanish (DGE)

-ον desatendido de un enfermo, S.Fr.264.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνοσήλευτος, -ον)
αυτός που δεν νοσηλεύθηκε
νεοελλ.
(για αρρώστιες) αυτός που δεν χρειάζεται ή δεν επιδέχεται νοσηλεία.