ἀνοσιούργημα

English (LSJ)

-ατος, τό, impious act, Ph.2.313, Porph. Chr.58.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
acto, acción impía Ph.2.313, Porph.Chr.58, Rom.Mel.17.αʹ.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοσιούργημα: -ατος, τό, ἀνόσιον ἔργον, Φίλων 2. 313.

Greek Monolingual

το (AM ἀνοσιούργημα)
ανόσια πράξη, βδελυρή ενέργεια.

German (Pape)

τό, Freveltat, Philo.