ἀντάπτομαι

English (LSJ)

Ion. for ἀνθάπτομαι.

Spanish (DGE)

v. ἀνθάπτομαι.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἀνθάπτομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντάπτομαι: ион. = ἀνθάπτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντάπτομαι: Ἰων. ἀντὶ ἀνθάπτομαι.

Greek Monotonic

ἀντάπτομαι: Ιων. αντί ἀνθ-άπτομαι.