ἀντέγκλημα
English (LSJ)
-ατος, τό, counter-claim or counter-charge, Hermog.Stat.2, cf. ΙΙ: pl., Corn.Rh.p.387H.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
ret. contraacusación Hermog.Stat.13, 67 (ap. crít.), Corn.Rh.p.387, Quint.Inst.7.4.8.
German (Pape)
[Seite 245] τό, Gegenbeschuldigung, Hermogen. stat.; Quint. 7, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντέγκλημα: -ατος, τό, ἀντέγκλησις, ἀνταγωγή, ἀντικατηγορία, Ρήτορες (ἔκδ. Walz) 4. 647, καὶ ἀλλαχοῦ.
Greek Monolingual
ἀντέγκλημα, το (AM) αντεγκαλώ
η αντικαταγγελία, η αντικατηγορία.