ἀντίβλημα
English (LSJ)
-ατος, τό, stone inserted in vacant space in masonry, POxy.498.16(ii A.D.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
arq. piedra de revestimiento, POxy.498.16 (II d.C.).
Greek Monolingual
ἀντίβλημα, το (Α)
μικρή πέτρα τοποθετημένη στο κενό που αφήνουν οι πέτρες ενός τοίχου.