ἀντίλεκτος
English (LSJ)
ἀντίλεκτον, questionable, to be disputed, ὅρος οὐκ ἀ. Th.4.92.
Spanish (DGE)
-ον discutible, sujeto a discusión ὅρος οὐκ ἀ. Th.4.92.
German (Pape)
[Seite 254] bestritten, zweifelhaft, Thuc. 4, 92.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἀντίλεκτος: оспариваемый, спорный Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίλεκτος: -ον, διαφιλονεικούμενος, ὃν δύναταί τις νὰ διαφιλονεικήσῃ, ὅρος οὐκ ἀντ. Θουκ. 4. 92.
Greek Monolingual
ἀντίλεκτος, -ον (Α)
αυτός για τον οποίο μπορεί να υπάρξει αντίθετη άποψη.
Greek Monotonic
ἀντίλεκτος: -ον (ἀντιλέγω), διαφιλονικούμενος, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἀντιλέγω
disputably, Thuc.