ἀνταιωρέομαι

English (LSJ)

rise over against, Plot.6.5.11.

Spanish (DGE)

estar colgado a su vez de e.d. depender de φύσιν ἀνταιωρουμένην καὶ ἐξηρτημένην ἐκείνης (δυνάμεως) Plot.6.5.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταιωρέομαι: παθ., αἰωροῦμαι καὶ αὐτός, Πλωτῖν. 670Α.