ἀνταλλάττω

German (Pape)

[Seite 243] um-, eintauschen, Thuc. 3, 82; bes. med., für sich, Aesch. Ch. 131; τί τινος, Eur. Hel. 1094; μηδεμιᾶς ὠφελείας τὴν ἐς τοὺς Ἕλληνας εὔνοιαν Dem. 6, 10 u. öfter; ἀντὶ Θηβαίων Λακεδαιμονίους ἀντιπάλους 16, 5.

French (Bailly abrégé)

att. c. ἀνταλλάσσω.