ἀνταναβαίνω
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταναβαίνω: ἀναβαίνω καὶ έγώ, εἰς τὴν ἰδίαν ἀντανέβη πατρίδα (ὁ Ἑρχέριος ἔχει: ἀντανέπλει) Θεόδ. Πρόδρ. σ. 186.
Spanish (DGE)
1 entrar ἀνταναβήσονται πάντες οἱ ἐξ ἐθνῶν Cyr.Al.M.73.524D
•fig. εἰς τὸν ἐκείνων ἀντανέβη κλῆρον Cyr.Al.M.71.668B.
2 identificarse con ἀνταναβήσεται δὲ αὖθις ὁ υἱὸς εἰς πατέρα Cyr.Al.M.73.64B.